- αελπτως
- ἀέλπτωςсверх ожидания
(νόστιμον φάος βλέπειν Aesch.; κραίνειν τι Eur.)
ἀφράστως ἀ. τε Soph. — нежданно-негаданно
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νόστιμον φάος βλέπειν Aesch.; κραίνειν τι Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀέλπτως — ἄελπτος unhoped for adverbial ἄελπτος unhoped for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek